słownik angielsko - grecki

English - ελληνικά

will po grecku:

1. θα


Αύριο θα πάω στην Αμερική.
Πόσο καιρό θα μείνεις στην Ιαπωνία;
Είναι τόσο εύπιστη που θα πιστέψει ό,τι κι αν της πεις.
Η τιμωρία θα έπρεπε να είναι ανάλογη του εγγλήματος.
Θα τους τελεφωνίσω όταν θα γυρίσω.
Ψάξε και θα το βρεις.
Παρόλο που εσύ είσαι εντάξει μ'αυτό, κανείς άλλος δεν θα το δεχτεί. Θα με μαλώσουν μετά άρα...
Αύριο θα πάω σχολείο, γιατί έχω εξετάσεις στο μάθημα της Ιστορίας.
Κάνει πολλή ζέστη, θα ανάψω το κλιματιστικό.

Greckie słowo "will" (θα) występuje w zestawach:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 51 - 100